-
1 Circumstance
subs.Event: P. and V. συμφορά, ἡ, P. συντυχία, ἡ.Present circumstances: P. and V. τὰ παρόντα, τὰ καθεστῶτα.Under these circumstances: P. and V. οὕτως ἐχόντων ( things being thus).Circumstances will be found to be changing, not our city: P. φανήσεται τὰ πράγματα... μεταβαλλόμενα οὐχ ἡ πόλις ἡμῶν (Dem. 206).Making with the Lacedaemonians the best terms they could under the circumstances: P. ἐκ τῶν παρόντων κράτιστα πρὸς Λακεδαιμονίους σπονδὰς ποιησάμενοι (Thuc. 5, 40).War generally contrives from itself the means to meet the circumstances: P. (πόλεμος) αὐτὸς ἀφʼ αὑτοῦ τὰ πολλὰ τεχνᾶται πρὸς τὸ παρατυγχάνον (Thuc. 1, 122).Good circumstances: P. and V. εὐπραξία, ἡ; see Prosperity.Be in good circumstances: P. εὐπραγεῖν; see Prosper.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Circumstance
-
2 Mind
subs.Intellectual principle: P. and V. νοῦς, ὁ.Thought, intelligence: P. and V. γνώμη, ἡ, Ar. and P. διάνοια, ἡ, Ar. and V. φρήν, ἡ, or pl. (rare P.).Memory: P. and V. μνήμη, ἡ, μνεία, ἡ.Intention, purpose: P. and V. γνώμη, ἡ, ἀξίωμα, τό, βούλευμα, τό, ἔννοια, ἡ, ἐπίνοια, ἡ, Ar. and P. διάνοια, ἡ, V. φρόνησις, ἡ.Bear in mind, remember, v. trans.: P. and V. μνησθῆναι ( 1st aor. pass. of μιμνήσκειν) (acc. or gen.); see Remember, Heed.Change one's mind: see under Change.Put in mind: see Remind.——————v. trans.Look after: Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι, P. and V. ἐπιστρέφεσθαι (gen.), φροντίζειν (gen.), τημελεῖν (acc. or gen.) (Plat. but rare P.), κήδεσθαι (gen.) (also Ar. but rare P.), V. μέλεσθαι (gen.).Attend to: P. and V. θεραπεύειν (acc.), V. κηδεύειν (acc.).Mind (flocks, etc.): P. and V. νέμειν (Eur., Cycl. 28), ποιμαίνειν, P. νομεύειν, V. προσνέμειν (Eur., Cycl. 36), φέρβειν, ἐπιστατεῖν (dat.).Beware of: P. and V. φυλάσσεσθαι (acc.), εὐλαβεῖσθαι (acc.), ἐξευλαβεῖσθαι (acc.), P. διευλαβεῖσθαι (acc.), V. φρουρεῖσθαι (acc.).Dislike: see Dislike.Heed, notice: Ar. and P. προσέχειν (dat.), προσέχειν τὸν νοῦν (dat.), P. and V. νοῦν ἔχειν πρός (acc. or dat.); see Heed.Be angry at: Ar. and P. ἀγανακτεῖν (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.), P. and ἄχθεσθαι (dat.), V. δυσφορεῖν (dat.), πικρῶς φέρειν (acc.).Mind them not and pay no heed: V. ἀλλʼ ἀμελίᾳ δὸς αὐτὰ καὶ φαύλως φέρε (Eur., I.A. 850).Mind one's own business: P. τὰ αὑτοῦ πράσσειν.Yourself mind what is your own affair: Ar. ἀλλʼ αὐτὸς ὅ γε σόν ἐστιν οἰκείως φέρε (Thesm. 197).I do not mind: P. and V. οὔ μοι μέλει.Never mind: Ar. μὴ μελέτω σοι.Forbear and mind not: V. ἔασον μηδέ σοι μελησάτω (Æsch., P.V. 332).Mind you play the man: V. ὅπως ἀνὴρ ἔσει (Eur., Cycl. 595; c. f. also Æsch., P.V. 68; Eur., I.T. 321), same construction in Ar. and P.Take care that: P. and V. φροντίζειν ὅπως (aor. subj. or fut. indic.), P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως (aor. subj. or fut. indic.), Ar. and P. τηρεῖν ὅπως (aor. subj. or fut. indic.).Mind that you yourself suffer no harm by your going: V. πάπταινε δʼ αὐτὸς μή τι πημανθῆς ὁδῷ (Æsch., P.V. 334).Beware that: see Beware.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mind
См. также в других словарях:
εαυτού — ής, oύ (AM ἑαυτοῡ, ῆς, οῡ Α και αὑτοῡ, ῆς, οῡ) αυτοπαθής αντωνυμία γ προσώπου (α. «ἔρριπτον εἰς ὕδωρ σφᾱς αὐτούς» έπεφταν στο νερό β. «αὐτὸ ἐφ ἑαυτό» μόνο του, άσχετα από άλλα γ. «αὐτὸ καθ ἑαυτό» αυτό εξεταζόμενο μόνο του αποκλειστικά) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek
αλλού — επίρρ. (Μ ἀλλοῦ) 1. (δίχως κίνηση) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος 2. (με κίνηση) προς άλλο τόπο, προς άλλη κατεύθυνση 3. α) σε άλλη αρχή, σε άλλη βάση β) σε άλλο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄλλος κατά τα αὐτός > αὐτοῦ, πάντα > παντοῦ. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek